Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dismal
01
μελαγχολικός, θλιμμένος
causing sadness or disappointment
Παραδείγματα
The dismal weather matched his gloomy mood perfectly.
Ο θλιμμένος καιρός ταίριαζε απόλυτα με τη θλιμμένη διάθεσή του.
The dismal economic forecast painted a bleak picture for the future.
Η ζοφερή οικονομική πρόβλεψη ζωγράφισε μια ζοφερή εικόνα για το μέλλον.
Παραδείγματα
The movie received dismal reviews for its weak storyline and poor acting.
Η ταινία έλαβε άθλιες κριτικές για την αδύναμη πλοκή της και την κακή υποκριτική.
His dismal performance on the test reflected his lack of preparation.
Η άθλια απόδοσή του στο τεστ αντανακλούσε την έλλειψη προετοιμασίας του.



























