dismayed
dis
dɪs
ντισ
mayed
ˈmeɪd
μειντ
British pronunciation
/dɪsmˈe‍ɪd/

Ορισμός και σημασία του "dismayed"στα αγγλικά

01

συγχυσμένος, απογοητευμένος

deeply troubled or baffled, often as a result of an unexpected or unfavorable event
example
Παραδείγματα
Dismayed tourists faced disrupted vacation plans due to a sudden airline strike.
Οι απογοητευμένοι τουρίστες αντιμετώπισαν διαταραγμένα σχέδια διακοπών λόγω μιας ξαφνικής απεργίας αεροπορικών εταιρειών.
Dismayed hikers found the trail closed due to unforeseen weather conditions.
Οι απογοητευμένοι πεζοπόροι βρήκαν το μονοπάτι κλειστό λόγω απρόβλεπτων καιρικών συνθηκών.

Λεξικό Δέντρο

undismayed
dismayed
dismay
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store