Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
appalling
01
τρομερός, σοκαριστικός
so shocking or unexpected that it causes strong emotional reactions like disbelief or horror
Παραδείγματα
The news of the sudden collapse of the bridge was appalling to the entire community.
Η είδηση της ξαφνικής κατάρρευσης της γέφυρας ήταν συγκλονιστική για όλη την κοινότητα.
The appalling footage of the disaster left the audience in stunned silence.
Οι τρομακτικές εικόνες της καταστροφής άφησαν το κοινό σε μια κατάπληξη σιωπή.
Παραδείγματα
The restaurant received terrible reviews for its appalling service.
Το εστιατόριο έλαβε τρομερές κριτικές για την τρομερή του εξυπηρέτηση.
His appalling handwriting made the essay almost unreadable.
Η τρομερή γραφή του έκανε το δοκίμιο σχεδόν αναγνώσιμο.
Λεξικό Δέντρο
appallingly
appalling
appall



























