Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
apparent
Παραδείγματα
His apparent discomfort was evident from his body language.
Η προφανής δυσφορία του ήταν εμφανής από τη γλώσσα του σώματός του.
His apparent confusion indicated that he did n't understand the instructions.
Η προφανής σύγχυσή του υποδείκνυε ότι δεν κατάλαβε τις οδηγίες.
Παραδείγματα
The apparent solution to the problem turned out to be ineffective.
Η φαινομενική λύση του προβλήματος αποδείχθηκε αναποτελεσματική.
The apparent calm of the sea did n’t last long with the storm approaching.
Η φαινομενική ηρεμία της θάλασσας δεν διήρκεσε πολύ με την καταιγίδα να πλησιάζει.
Λεξικό Δέντρο
apparently
apparentness
unapparent
apparent
appar



























