Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
seeming
01
φαινομενικός, φαινόμενος
appearing to be something based on how it looks, but not necessarily true
Παραδείγματα
His seeming confidence hid his nervousness.
Η φαινομενική του αυτοπεποίθηση κρύβει το νευρικό του.
The seeming simplicity of the task made it seem easy.
Η φαινομενική απλότητα της εργασίας την έκανε να φαίνεται εύκολη.
Λεξικό Δέντρο
seemingly
seeming
seem



























