Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ostensible
01
φαινομενικός, υποτιθέμενος
appearing or stated to be true or real, but potentially deceptive or misleading
Παραδείγματα
The ostensible purpose of the meeting was to discuss new business strategies, but much of the time was spent gossiping.
Ο φαινομενικός σκοπός της συνάντησης ήταν να συζητηθούν νέες επιχειρηματικές στρατηγικές, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου δαπανήθηκε σε κουτσομπολιά.
Her ostensible reason for missing work was sickness, but coworkers suspected she was really hungover.
Ο φαινομενικός λόγος της για την απουσία της από τη δουλειά ήταν η ασθένεια, αλλά οι συνάδελφοί της υποψιάζονταν ότι πραγματικά είχε πονοκέφαλο από μεθύσι.
Παραδείγματα
The ostensible reason for his visit was to apologize.
Ο φαινομενικός λόγος για την επίσκεψή του ήταν να ζητήσει συγγνώμη.
She gave an ostensible smile, though she felt uneasy.
Έδωσε ένα φαινομενικό χαμόγελο, αν και αισθανόταν άβολα.
Λεξικό Δέντρο
ostensibly
ostensible
ostens



























