Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
apparently
01
προφανώς, φαινομενικά
used to convey that something seems to be true based on the available evidence or information
Παραδείγματα
He apparently left the office early today; his desk is empty.
Προφανώς έφυγε νωρίς από το γραφείο σήμερα· το γραφείο του είναι άδειο.
The car is parked in the driveway, so apparently, someone is home.
Το αυτοκίνητο είναι παρκαρισμένο στο δρόμο, οπότε προφανώς κάποιος είναι σπίτι.
02
προφανώς, φαινομενικά
from appearances alone
Λεξικό Δέντρο
apparently
apparent
appar



























