Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
horrid
01
φρικτός, απαίσιος
very unpleasant or of very poor quality
02
φρικτός, τρομερός
extremely unpleasant, shocking, or horrifying
Παραδείγματα
His horrid behavior during the argument only escalated the conflict and hurt feelings.
Η φρικτή συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της διαμάχης μόνο επιδείνωσε τη σύγκρουση και πλήγωσε τα συναισθήματα.
The horrid taste of the spoiled food was enough to make anyone lose their appetite.
Η φρικτή γεύση του χαλασμένου φαγητού ήταν αρκετή για να κάνει τον καθένα να χάσει την όρεξή του.
Λεξικό Δέντρο
horridly
horridness
horrid



























