Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
abhorrent
01
απεχθής, σιχαμένος
causing strong feelings of dislike, disgust, or hatred
Παραδείγματα
The abhorrent act of animal cruelty sparked widespread outrage and calls for stricter legislation.
Η απεχθής πράξη κακοποίησης ζώων προκάλεσε ευρεία οργή και κλήσεις για πιο αυστηρή νομοθεσία.
The dictator 's abhorrent human rights abuses led to international condemnation and sanctions.
Οι απεχθείς παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων του δικτάτορα οδήγησαν σε διεθνή καταδίκη και κυρώσεις.
Λεξικό Δέντρο
abhorrent
abhor



























