Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Abeyance
01
προσωρινή αναστολή, διάλειμμα
a temporary suspension or cessation of activity or progress, typically with the expectation of future resumption
Παραδείγματα
The construction project was put into abeyance due to budgetary constraints, with plans to resume once additional funding was secured.
Το έργο κατασκευής τέθηκε σε αναστολή λόγω προϋπολογισμικών περιορισμών, με σχέδια να συνεχιστεί μόλις εξασφαλιστεί πρόσθετη χρηματοδότηση.
The legal case remained in abeyance pending further investigation into new evidence that had come to light.
Η νομική υπόθεση παρέμεινε σε αναστολή σε αναμονή για περαιτέρω διερεύνηση των νέων αποδεικτικών στοιχείων που είχαν έρθει στο φως.
Λεξικό Δέντρο
abeyance
abey



























