Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
grubby
01
γεμάτο προνύμφες, μολυσμένο με σκουλήκια
infested with grubs
02
βρώμικος, λεκιασμένος
thickly covered with ingrained dirt or soot
Λεξικό Δέντρο
grubbily
grubbiness
grubby
grub
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γεμάτο προνύμφες, μολυσμένο με σκουλήκια
βρώμικος, λεκιασμένος
Λεξικό Δέντρο