Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Grudge
01
μνησικακία, πικρία
a deep feeling of anger and dislike toward someone because of what they did in the past
Παραδείγματα
She still held a grudge against her colleague for taking credit for her work.
Κρατούσε ακόμα μνησικακία εναντίον της συναδέλφου της γιατί πήρε την ευθύνη για τη δουλειά της.
Despite their efforts to reconcile, he could n’t let go of the old grudge.
Παρά τις προσπάθειές τους να συμφιλιωθούν, δεν μπορούσε να αφήσει την παλιά μνησικακία.
to grudge
01
δέχομαι απρόθυμα, παραδέχομαι απρόθυμα
accept or admit unwillingly
02
κατατρέφω μνησικακία, φυλάω μνησικακία
bear a grudge; harbor ill feelings



























