Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gruffly
01
αγενώς, απότομα
in a rough, harsh, or abrupt manner, often indicating blunt or unfriendly speech or behavior
Παραδείγματα
He replied gruffly when asked about his plans for the weekend.
Απάντησε αγενώς όταν τον ρώτησαν για τα σχέδιά του για το σαββατοκύριακο.
The manager gruffly instructed the employees to finish their tasks quickly.
Ο διαχειριστής απότομα διέταξε τους υπαλλήλους να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους γρήγορα.



























