gruffly
gruff
ˈgrəf
γκραφ
ly
li
λι
British pronunciation
/ɡɹˈʌfli/

Ορισμός και σημασία του "gruffly"στα αγγλικά

01

αγενώς, απότομα

in a rough, harsh, or abrupt manner, often indicating blunt or unfriendly speech or behavior
example
Παραδείγματα
He replied gruffly when asked about his plans for the weekend.
Απάντησε αγενώς όταν τον ρώτησαν για τα σχέδιά του για το σαββατοκύριακο.
The manager gruffly instructed the employees to finish their tasks quickly.
Ο διαχειριστής απότομα διέταξε τους υπαλλήλους να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους γρήγορα.

Λεξικό Δέντρο

gruffly
gruff
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store