Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tiring
01
κουραστικός, εξαντλητικός
(particularly of an acivity) causing a feeling of physical or mental fatigue or exhaustion
Παραδείγματα
The tiring day of sightseeing left them longing for a good night's sleep.
Η κουραστική μέρα των ξενάγησης τους άφησε να λαχταρούν έναν καλό ύπνο.
The tiring task of assembling furniture took longer than expected.
Η κουραστική εργασία της συναρμολόγησης επίπλων διήρκησε περισσότερο από ό,τι αναμενόταν.
Λεξικό Δέντρο
untiring
tiring
tire



























