Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tireless
01
ακούραστος, ακλόνητος
able to work continuously without becoming exhausted
Παραδείγματα
She was a tireless advocate for human rights.
Ήταν μια ακούραστη υποστηρίκτρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
His tireless efforts led to the project's success.
Οι ακούραστες προσπάθειές του οδήγησαν στην επιτυχία του έργου.
02
ακούραστος, αδούλωτος
characterized by hard work and perseverance
Λεξικό Δέντρο
tirelessly
tirelessness
tireless
tire



























