Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
exhausting
01
εξαντλητικός, κουραστικός
causing one to feel very tired and out of energy
Παραδείγματα
The exhausting hike up the mountain left them drained but exhilarated.
Η εξαντλητική αναρρίχηση στο βουνό τους άφησε εξαντλημένους αλλά ενθουσιασμένους.
Working back-to-back shifts at the hospital can be physically exhausting.
Η εργασία σε διαδοχικές βάρδιες στο νοσοκομείο μπορεί να είναι σωματικά εξαντλητική.
Λεξικό Δέντρο
exhausting
exhaust



























