Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Exhaustion
01
εξάντληση, ακραία κόπωση
a feeling of extreme tiredness
Παραδείγματα
She collapsed from exhaustion after the long hike.
Κατέρρευσε από κούραση μετά τη μεγάλη πεζοπορία.
The team 's exhaustion was evident after working all night.
Η εξάντληση της ομάδας ήταν εμφανής μετά τη δουλειά όλη τη νύχτα.
02
εξάντληση, κούραση
the act of exhausting something entirely
03
εξάντληση, ακραία κόπωση
serious weakening and loss of energy
Λεξικό Δέντρο
exhaustion
exhaust



























