Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
exhaustive
01
εξαντλητικός, πλήρης
complete with regard to every single detail or element
Παραδείγματα
The exhaustive research paper provided a comprehensive analysis of the topic, leaving no aspect unexplored.
Η εξαντλητική ερευνητική εργασία παρείχε μια ολοκληρωμένη ανάλυση του θέματος, χωρίς να αφήσει καμία πτυχή ανεξερεύνητη.
The exhaustive investigation into the crime scene gathered evidence from every possible angle.
Η εξαντλητική έρευνα στη σκηνή του εγκλήματος συγκέντρωσε αποδεικτικά στοιχεία από κάθε πιθανή γωνία.
Λεξικό Δέντρο
exhaustively
exhaustive
exhaust



























