Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unseen
01
αόρατος, ανεπαίσθητος
not seen or perceived
02
απροσδόκητος, απρόβλεπτος
occurring without prior knowledge or expectation
Παραδείγματα
The unseen twist in the plot left the audience stunned.
Η απρόβλεπτη ανατροπή στην πλοκή άφησε το κοινό κατάπληκτο.
His unseen success in the competition surprised everyone.
Η αόρατη επιτυχία του στον διαγωνισμό εξέπληξε όλους.
Παραδείγματα
The unseen flaws in the software became apparent only after it was released to users.
Τα αθέατα ελαττώματα στο λογισμικό έγιναν εμφανή μόνο μετά την κυκλοφορία του στους χρήστες.
The scientist 's groundbreaking research remained unseen by the broader community until it was published.
Η πρωτοποριακή έρευνα του επιστήμονα παρέμεινε αόρατη από την ευρύτερη κοινότητα μέχρι να δημοσιευτεί.
Unseen
01
αόρατο, πνευματικός κόσμος
a belief that there is a realm controlled by a divine spirit



























