Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overlooked
01
παραβλεπόμενος, αγνοημένος
not noticed or considered
Παραδείγματα
The overlooked fact in the case changed the entire outcome of the trial.
Το παραβλεφθέν γεγονός στην υπόθεση άλλαξε ολόκληρο το αποτέλεσμα της δίκης.
Her talent was often overlooked because she was so quiet and reserved.
Το ταλέντο της συχνά αγνοούνταν επειδή ήταν τόσο ήσυχη και συνεσταλμένη.
Λεξικό Δέντρο
overlooked
overlook
look



























