Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overlong
01
πολύ μακρύς, υπερβολικά μακρύς
excessively or unreasonably long in duration, size, or extent
Λεξικό Δέντρο
overlong
long
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πολύ μακρύς, υπερβολικά μακρύς
Λεξικό Δέντρο