Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to overleap
01
παραλείπω, αμελώ
leave undone or leave out
02
πηδώ πάνω από, ξεπεράσω
to jump over something, usually a barrier
03
υπερβαίνω τον εαυτό μου στο σημείο να βλάπτω τον εαυτό μου, πηγαίνω πολύ μακριά για να νικήσω τον εαυτό μου
defeat (oneself) by going too far
Λεξικό Δέντρο
overleap
leap



























