Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overindulgent
01
υπερβολικά επιεικής, πολύ επιεικής
excessively allowing oneself or others to have more than is necessary
Παραδείγματα
The overindulgent feast left everyone feeling uncomfortably full and sluggish.
Το υπερβολικά επιεικές γιορτό άφησε όλους να νιώθουν άβολα γεμάτους και νωθρούς.
The overindulgent spending spree during the shopping trip left her with regret when the credit card bill arrived.
Η υπερβολική σπατάλη κατά τη διάρκεια της shopping βόλτας της άφησε τύψεις όταν έφτασε ο λογαριασμός της πιστωτικής κάρτας.
Λεξικό Δέντρο
overindulgent
indulgent
indulge



























