Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overjoyed
01
ενθουσιασμένος, εκστασιασμένος
experiencing extreme happiness or great delight
Παραδείγματα
She was overjoyed when she received the news of her promotion at work.
Ήταν πανευτυχής όταν έλαβε την είδηση της προαγωγής της στη δουλειά.
The children were overjoyed when they found out they were going to Disneyland.
Τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα όταν έμαθαν ότι πήγαιναν στη Disneyland.
Λεξικό Δέντρο
overjoyed
overjoy
joy



























