Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
excited
01
ενθουσιασμένος,εξιταρισμένος, very happy and full of energy
feeling very happy, interested, and energetic
Παραδείγματα
He was excited to start his new job.
Ήταν ενθουσιασμένος να ξεκινήσει τη νέα του δουλειά.
She felt excited and nervous before her dance performance.
Αισθανόταν ενθουσιασμένη και νευρική πριν από την χορευτική της παράσταση.
02
εξεγερμένος, ενθουσιασμένος
experiencing heightened arousal due to sexual stimulation or desire
Παραδείγματα
He became visibly excited by her touch.
Έγινε ορατά ερεθισμένος από το άγγιγμά της.
The romantic scene left her feeling excited.
Η ρομαντική σκηνή την άφησε εξιταρισμένη.
03
διεγερμένος, ενεργειακός
existing in a state of higher energy than the lowest state
Παραδείγματα
The excited electrons give off light when they drop to a lower energy state.
Τα διεγερμένα ηλεκτρόνια εκπέμπουν φως όταν πέφτουν σε χαμηλότερη ενεργειακή κατάσταση.
When the atom is excited, it becomes unstable and seeks to release energy.
Όταν το άτομο είναι διεγερμένο, γίνεται ασταθές και επιδιώκει να απελευθερώσει ενέργεια.
Λεξικό Δέντρο
excitedly
overexcited
unexcited
excited
excite



























