Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
excitedly
01
ενθουσιασμένα, με ενθουσιασμό
with eagerness, enthusiasm, or anticipation
Παραδείγματα
The children shouted excitedly as the parade passed by.
Τα παιδιά φώναζαν με ενθουσιασμό καθώς περνούσε η παρέλαση.
She excitedly opened the envelope to read the results.
Άνοιξε με ενθουσιασμό το φάκελο για να διαβάσει τα αποτελέσματα.
Λεξικό Δέντρο
excitedly
excited
excite



























