Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
excitingly
01
συναρπαστικά, με ενθουσιασμό
in a way that causes strong interest, eagerness, or enthusiasm
Παραδείγματα
The announcement was excitingly received by the crowd.
Η ανακοίνωση έγινε συναρπαστικά δεκτή από το πλήθος.
She described the adventure excitingly, making everyone eager to join.
Περιέγραψε την περιπέτεια συναρπαστικά, κάνοντας όλους να θέλουν να συμμετάσχουν.
Λεξικό Δέντρο
unexcitingly
excitingly
exciting
excite



























