Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Excitement
01
έξαψη, ενθουσιασμός
a strong feeling of enthusiasm and happiness
Παραδείγματα
Sarah 's excitement was palpable as she eagerly awaited the arrival of her long-lost friend at the airport.
Ο ενθουσιασμός της Σάρα ήταν αισθητός καθώς περίμενε με ανυπομονησία την άφιξη του χαμένου εδώ και καιρό φίλου της στο αεροδρόμιο.
Emily 's excitement grew with each passing day as she counted down to her graduation ceremony.
Ο ενθουσιασμός της Έμιλις μεγάλωνε με κάθε μέρα που περνούσε ενώ μετρούσε τις μέρες μέχρι την τελετή αποφοίτησής της.
02
διέγερση, ενθουσιασμός
the state of being emotionally aroused and worked up
03
ενθουσιασμός, διέγερση
something that agitates and arouses
04
διέγερση, αναταραχή
disturbance usually in protest
Λεξικό Δέντρο
excitement
excite



























