Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
exciting
01
συναρπαστικό, ενθουσιαστικό
making us feel interested, happy, and energetic
Παραδείγματα
It was exciting to see dolphins while we were on the boat.
Ήταν συναρπαστικό να βλέπουμε δελφίνια ενώ ήμασταν στο σκάφος.
The concert was exciting, with amazing performances by my favorite bands.
Η συναυλία ήταν συναρπαστική, με εκπληκτικές εμφανίσεις των αγαπημένων μου συγκροτημάτων.
Λεξικό Δέντρο
excitingly
unexciting
exciting
excite



























