Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thrilling
01
συναρπαστικό, εξαιρετικά ενθουσιαστικό
causing great pleasure or excitement
Παραδείγματα
The roller coaster ride was thrilling, with twists and turns that left riders screaming with excitement.
Η βόλτα με το τρενάκι ήταν συναρπαστική, με στροφές και κουρμπάνες που άφησαν τους αναβάτες να φωνάζουν από ενθουσιασμό.
The movie had a thrilling plot that kept me on the edge of my seat.
Η ταινία είχε μια συναρπαστική πλοκή που με κράτησε στην άκρη της καρέκλας μου.
Λεξικό Δέντρο
thrilling
thrill



























