Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thriving
01
ακμάζων, επιτυχημένος
characterized by growth and success
Παραδείγματα
The thriving business expanded its operations to new markets.
Η ανθισμένη επιχείρηση επέκτεινε τις δραστηριότητές της σε νέες αγορές.
The thriving community garden provided fresh produce for local residents.
Ο ακμάζων κοινοτικός κήπος παρείχε φρέσκες προμήθειες στους ντόπιους κατοίκους.
Λεξικό Δέντρο
thriving
thrive



























