Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
electrifying
01
ηλεκτρισμένος, συναρπαστικός
causing a strong sense of excitement or thrill
Παραδείγματα
The band's performance was electrifying, with the audience dancing and cheering.
Η ερμηνεία της μπάντας ήταν ηλεκτρισμένη, με το κοινό να χορεύει και να ζητωκραυγάζει.
The speaker delivered an electrifying speech that captivated everyone in the room.
Ο ομιλητής έκανε μια ηλεκτρισμένη ομιλία που συνεπίασε όλους στο δωμάτιο.
Λεξικό Δέντρο
electrifying
electrify
electr



























