Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
exclamatory
01
επιφωνηματικός, εκφραστικός
expressing a strong and sudden emotion or reaction
Παραδείγματα
She made an exclamatory remark when she saw the surprise party.
Έκανε μια επιφωνηματική παρατήρηση όταν είδε το πάρτι έκπληξη.
His exclamatory response showed his shock at the unexpected news.
Η επιφωνηματική του απάντηση έδειξε το σοκ του από τα απρόσμενα νέα.
Λεξικό Δέντρο
exclamatory
exclamat



























