Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Exclusion
01
αποκλεισμός
the state of being excluded
02
αποκλεισμός, περιθωριοποίηση
the act of intentionally keeping someone or something out of a particular group or activity
Παραδείγματα
The exclusion of certain groups from the meeting has caused tension within the organization.
Ο αποκλεισμός ορισμένων ομάδων από τη συνάντηση έχει προκαλέσει ένταση στον οργανισμό.
Her exclusion from the team was a result of repeatedly missing practices without a valid excuse.
Ο αποκλεισμός της από την ομάδα ήταν το αποτέλεσμα της επαναλαμβανόμενης απουσίας από τις προπονήσεις χωρίς έγκυρη δικαιολογία.
03
αποκλεισμός, παράλειψη
a deliberate act of omission
04
αποκλεισμός, αφορισμός
the state of being excommunicated
Λεξικό Δέντρο
exclusion
exclude



























