exclusion
exc
ˈɪksk
ικσκ
lu
lu
λου
sion
ʒən
ζαν
British pronunciation
/ɛksklˈuːʒən/

Ορισμός και σημασία του "exclusion"στα αγγλικά

01

αποκλεισμός

the state of being excluded
02

αποκλεισμός, περιθωριοποίηση

the act of intentionally keeping someone or something out of a particular group or activity
example
Παραδείγματα
The exclusion of certain groups from the meeting has caused tension within the organization.
Ο αποκλεισμός ορισμένων ομάδων από τη συνάντηση έχει προκαλέσει ένταση στον οργανισμό.
Her exclusion from the team was a result of repeatedly missing practices without a valid excuse.
Ο αποκλεισμός της από την ομάδα ήταν το αποτέλεσμα της επαναλαμβανόμενης απουσίας από τις προπονήσεις χωρίς έγκυρη δικαιολογία.
03

αποκλεισμός, παράλειψη

a deliberate act of omission
04

αποκλεισμός, αφορισμός

the state of being excommunicated
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store