Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
exclusively
01
αποκλειστικά
in a manner that is only available to a particular person, group, or thing
Παραδείγματα
The VIP lounge at the airport is exclusively for first-class passengers.
Το χώρο VIP στο αεροδρόμιο είναι αποκλειστικά για τους επιβάτες πρώτης θέσης.
This special edition of the book is exclusively available to members of the collector's club.
Αυτή η ειδική έκδοση του βιβλίου είναι αποκλειστικά διαθέσιμη για τα μέλη του συλλεκτικού κλαμπ.
Λεξικό Δέντρο
exclusively
exclusive
exclu



























