solely
sole
ˈsoʊə
σουα
ly
li
λι
British pronunciation
/sˈə‍ʊlli/

Ορισμός και σημασία του "solely"στα αγγλικά

01

αποκλειστικά, μόνο

with no one or nothing else involved
example
Παραδείγματα
The decision was made solely to improve efficiency.
Η απόφαση λήφθηκε αποκλειστικά για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας.
She took the job solely for financial reasons.
Πήρε τη δουλειά μόνο για οικονομικούς λόγους.
02

μόνο, αποκλειστικά

by oneself or alone
example
Παραδείγματα
She traveled solely across the desert.
Ταξίδεψε αποκλειστικά μέσα από την έρημο.
He walked solely through the quiet forest.
Περπάτησε αποκλειστικά μέσα από το ήσυχο δάσος.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store