Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
eagerly
01
πρόθυμα, με ενθουσιασμό
in a way that shows a strong and enthusiastic desire to have, do, or experience something
Παραδείγματα
He eagerly accepted the job offer without asking about the salary.
Δέχτηκε με ενθουσιασμό την προσφορά εργασίας χωρίς να ρωτήσει για τον μισθό.
She eagerly signed up for the advanced photography course.
Εγγράφηκε με ενθουσιασμό στο προχωρημένο μάθημα φωτογραφίας.
1.1
πρόθυμα, με ανυπομονησία
in a highly expectant or anticipatory way
Παραδείγματα
We eagerly waited for the plane to land.
Περιμέναμε ανυπόμονα να προσγειωθεί το αεροπλάνο.
She eagerly watched the mailbox for a reply to her application.
Παρακολουθούσε ανυπόμονα το γραμματοκιβώτιο για μια απάντηση στην αίτησή της.
Λεξικό Δέντρο
eagerly
eager



























