Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fierily
01
φλογερά, παθιασμένα
in a way that shows strong emotion, intensity, or passion
Παραδείγματα
She spoke fierily, her words blazing with conviction.
Μίλησε με πάθος, τα λόγια της έκαιγαν από πεποίθηση.
He glared fierily at the critic, unwilling to back down.
Κοίταξε με πάθος τον κριτικό, δεν ήθελε να υποχωρήσει.



























