Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fervidly
01
με πάθος, ενθουσιωδώς
in a deeply passionate, intensely enthusiastic, or emotionally heated manner
Παραδείγματα
She argued fervidly for the protection of endangered species.
Υποστήριξε με πάθος την προστασία των απειλούμενων ειδών.
The fans cheered fervidly as the band took the stage.
Οι θαυμαστές επευφήμησαν με πάθος καθώς το συγκρότημα ανέβηκε στη σκηνή.
Λεξικό Δέντρο
fervidly
fervid
fervency
ferv



























