Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fiendish
01
διαβολικός, σκληρός
wickedly cruel and inhuman
Παραδείγματα
The villain 's fiendish plan aimed to cause chaos throughout the city.
Το διαβολικό σχέδιο του κακού είχε ως στόχο να προκαλέσει χάος σε όλη την πόλη.
His fiendish laughter echoed through the dark, abandoned building.
Το διαβολικό γέλιο του ηχούσε στο σκοτεινό, εγκαταλελειμμένο κτίριο.
Λεξικό Δέντρο
fiendishly
fiendish
fiend



























