Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
aroused
01
διεγερμένος, επεγερμένος
aroused to action
02
συγκινημένος, εξεγερμένος
emotionally aroused
03
διεγερμένος, συγκινημένος
(of persons) excessively affected by emotion
04
διεγερμένος, επεγερμένος
keenly excited (especially sexually) or indicating excitement
Παραδείγματα
She felt aroused after their long, lingering kiss.
Αισθάνθηκε εξιταρισμένη μετά το μακρύ, παρατεταμένο φιλί τους.
She felt aroused by the flirtatious conversation.
Αισθάνθηκε εξιταρισμένη από την κολακευτική συζήτηση.
06
διεγερμένος, διεγερθείς
brought to a state of great tension
Λεξικό Δέντρο
aroused
arouse



























