Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
elated
01
εκστατικός, ευφορικός
excited and happy because something has happened or is going to happen
Παραδείγματα
She was elated to receive the news of her promotion at work.
Ήταν ενθουσιασμένη να λάβει την είδηση της προαγωγής της στη δουλειά.
He was elated to be accepted into his dream college.
Ήταν εκστατικός που έγινε δεκτός στο πανεπιστήμιο των ονείρων του.
Λεξικό Δέντρο
elated
elate



























