Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Elasticity
01
ελαστικότητα
the ability to go back to the original form after being stretched
Παραδείγματα
The elasticity of the rubber band allowed it to snap back into place.
Η ελαστικότητα της λαστιχένιας ταινίας της επέτρεψε να επιστρέψει στη θέση της.
Skin loses elasticity with age, leading to wrinkles.
Το δέρμα χάνει την ελαστικότητά του με την ηλικία, οδηγώντας σε ρυτίδες.
Λεξικό Δέντρο
inelasticity
elasticity
elastic
elast



























