Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Elapid
01
ελαπίδ, δηλητηριώδης φίδι με κούφια και ακίνητα δόντια
a venomous snake, known for its unique characteristic of possessing hollow and immovable fangs
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ελαπίδ, δηλητηριώδης φίδι με κούφια και ακίνητα δόντια