Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to elapse
01
περνώ, διαρκώ
(of time) to pass by
Intransitive
Παραδείγματα
Hours elapsed as they waited for the train to arrive.
Οι ώρες πέρασαν καθώς περίμεναν να φτάσει το τρένο.
The deadline for the project elapsed before they could complete it.
Η προθεσμία του έργου έληξε πριν μπορέσουν να το ολοκληρώσουν.
Λεξικό Δέντρο
elapsed
elapse



























