Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Overlord
01
ανώτατος άρχοντας, κύριος
someone who is in a position of power, especially in the past
Παραδείγματα
The medieval lord acted as an overlord over the neighboring villages.
Ο μεσαιωνικός άρχοντας ενεργούσε ως ανώτατος άρχοντας πάνω από τα γειτονικά χωριά.
The king was seen as the overlord of the entire kingdom.
Ο βασιλιάς θεωρούνταν ο ανώτατος άρχοντας ολόκληρου του βασιλείου.
Λεξικό Δέντρο
overlord
lord



























