Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unsettled
01
αβέβαιος, αποφασιστικός
still in doubt
02
ασταθής, μη καθιερωμένος
not settled or established
03
αδιευθέτητος, εκκρεμής
(of a disagreement, question, etc.) not resolved yet
04
ασταθής, μεταβλητός
subject to change
Λεξικό Δέντρο
unsettled
settled
settle



























