Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unsightly
01
άσχημος, δυσάρεστος στην εμφάνιση
unpleasant or unattractive in appearance
Παραδείγματα
He covered the unsightly stain on his shirt with a jacket.
Κάλυψε την άσχημη κηλίδα στο πουκάμισό του με ένα σακάκι.
The unsightly pile of garbage in the alley needed to be cleaned up.
Ο άσχημος σωρός σκουπιδιών στο σοκάκι έπρεπε να καθαριστεί.
02
σκόπιμα αυτοκαταστροφικός, εκ προθέσεως αυτοκαταστροφικός
an act of deliberate self destruction
Λεξικό Δέντρο
unsightliness
unsightly
sightly
slight



























