LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unshakable
/ʌnʃˈeɪkəbəl/
/ənˈʃeɪkəbəɫ/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "unshakable"
unshakable
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ακλόνητος
firm in a way that cannot be destroyed or changed
firm
steadfast
steady
stiff
unbendable
02
ακλόνητος
without flaws or loopholes
bulletproof
unassailable
watertight
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App