Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unselfish
01
ανιδιοτελής, αλτρουιστικός
showing concern for the needs and happiness of others over one's own interests or benefits
Παραδείγματα
Her unselfish acts of kindness inspired everyone around her.
Οι ανιδιοτελείς πράξεις καλοσύνης της ενέπνευσαν όλους γύρω της.
He made an unselfish decision to donate his savings to charity.
Πήρε μια ανιδιοτελή απόφαση να δωρίσει τις οικονομίες του σε φιλανθρωπία.
02
ανιδιοτελής, αλτρουιστικός
not greedy
Λεξικό Δέντρο
unselfish
selfish
self



























